- κυνηγεσία
- κῠνηγ-εσία, ἡ, later form for sq. 11, D.L.6.31; = Lat.A venatio,
κ. ἐπετέλεσεν CIG2719
([place name] Stratonicea):—[dialect] Dor. [pref] κυνᾱγ- AP7.338, 6.183 (Zos.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. ἐπετέλεσεν CIG2719
([place name] Stratonicea):—[dialect] Dor. [pref] κυνᾱγ- AP7.338, 6.183 (Zos.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνηγεσία — κυνηγεσίᾱ , κυνηγεσία venatio fem nom/voc/acc dual κυνηγεσίᾱ , κυνηγεσία venatio fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγεσίᾳ — κυνηγεσίαι , κυνηγεσία venatio fem nom/voc pl κυνηγεσίᾱͅ , κυνηγεσία venatio fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγεσία — η (AM κυνηγεσία, Α και δωρ. τ. κυναγεσία) [κυνηγέτης] κυνηγέσιον* … Dictionary of Greek
κυνηγέσια — κυνηγέσιον hunting establishment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγεσίας — κυνηγεσίᾱς , κυνηγεσία venatio fem acc pl κυνηγεσίᾱς , κυνηγεσία venatio fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγεσίαι — κυνηγεσία venatio fem nom/voc pl κυνηγεσίᾱͅ , κυνηγεσία venatio fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγεσίαν — κυνηγεσίᾱν , κυνηγεσία venatio fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγεσίαις — κυνηγεσία venatio fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγεσίαισι — κυνηγεσία venatio fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγεσίην — κυνηγεσία venatio fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγεσίης — κυνηγεσία venatio fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)